- ακριδοφαγώ
- ἀκριδοφαγῶ (-έω) (Μ) [ἀκριδοφάγος]τρώω ακρίδες, τρέφομαι με ακρίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριδοφάγος — Αυτός που τρώει ακρίδες. Στα αρχαία χρόνια αναφέρονται αρκετοί λαοί που έτρωγαν ακρίδες. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι μια φυλή της Αιθιοπίας τρεφόταν με ακρίδες και ο Πλίνιος αναφέρεται σε κάποια μυθολογικά όντα, τους Ακέφαλους, που δεν είχαν… … Dictionary of Greek